λαοκρατικός

λαοκρατικός
η , ό[ν] народно-демократический;

λαοκρατική δημοκρατία — народно-демократическая республика


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λαοκρατικός" в других словарях:

  • λαοκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαοκρατία 2. ο οπαδός τής λαοκρατίας 3. φρ. «λαοκρατική δημοκρατία» παραλλαγή τού τίτλου πολιτεύματος τής λαϊκής δημοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Στ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • λαοκρατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λαοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»